αειπαρθενία

αειπαρθενία
η (ΑΜ) [ἀειπάρθενος]
η διατήρηση τής παρθενικής αγνότητας καθ' όλη τη διάρκεια τής ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αειπάρθενος — ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος) αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος. ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ …   Dictionary of Greek

  • Καπύη — Αρχαία πόλη της ιταλικής Καμπανίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Κάπυ, που ήταν τρωικής καταγωγής και πατέρας του Αγχίση. Το 434 π.Χ. οι Σαμνίτες επωφελήθηκαν από τις εσωτερικές προστριβές των κατοίκων της και κυρίευσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”